Σαν κάτι το ώριμο από καιρό ακούστηκε ότι ο ΑΣΕΧ περνάει σε χέρια ιδιωτών. Είχε προηγηθεί το κλείσιμο του συνεταιρισμού γάλακτος και η εν μέρει ιδιωτικοποίηση της ΕΜΧ.
Στο ερώτημα γιατί οι συνεταιρισμοί οδηγούνται σ’ αυτό τ’ αποτέλεσμα, η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί έξω από το πλαίσιο της οικονομίας και της πολιτικής, δηλ. το οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον λειτουργίας τους.
Οι συνεταιρισμοί ασκούν συλλογική οικονομική δραστηριότητα για τα μέλη τους, για προμήθειες μέσων και εφοδίων, μεταποίηση των προϊόντων που παράγουν και διάθεσή τους στην αγορά. Πριν μερικές δεκαετίες σαν οικονομικές μονάδες σε συνδυασμό με τις ενώσεις τους κατάφερναν να επιβιώνουν στο χώρο που δρούσαν. Το αντικείμενό τους, η διαχείριση του προϊόντος που παράγουν τα μέλη τους ή οι προμήθειές τους έβαζε και τα όρια του κύκλου εργασιών τους.
Η ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος και στη χώρα μας, συνοδεύτηκε από συγκέντρωση κεφαλαίου και παραγωγής. Έτσι λοιπόν έχουμε σήμερα πολυεθνικές επιχειρήσεις σε αντίστοιχους κλάδους που στα πλαίσια του ελεύθερου ανταγωνισμού, η λύση να μετατραπεί ο συνεταιρισμός εξάρτημά τους φαντάζει σωτήρια, απ’ ότι το οριστικό κλείσιμο.
Το χτύπημα των συνεταιρισμών προς όφελος του κεφαλαίου είναι διαχρονικό. Καθοριστική όμως για το τέλμα τους ήταν η είσοδος της χώρας στην ΕΟΚ και ιδιαίτερα η συνθήκη του Μάαστριχτ με τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που απελευθέρωνε πλήρως την αγορά, καθώς και η είσοδος της χώρας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου που καταργούσε κάθε παρέμβαση προστατευτισμού.
Οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, αλλά και τ’ άλλα κόμματα του ευρωμονόδρομου (ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, ΛΑΟΣ) στήριξαν και στηρίζουν αυτές τις επιλογές.
Οι παρατάξεις τους που διοικούν το σύνολο των συνεταιρισμών γίνονται το μακρύ χέρι στην εφαρμογή αυτής της πολιτικής και στην εκτόνωση των αντιδράσεων από μέρους των παραγωγών.. Οι όποιες πρωτοβουλίες οργανώνονται από την πλευρά τους δεν χτυπούν την καρδιά του προβλήματος, αλλά θέτουν αιτήματα αποσπασματικά (φτηνότερα δάνεια, επιστροφή ΦΠΑ, πετρέλαιο θέρμανσης κ.ά.) που από μόνα τους δεν μπορούν να σταματήσουν αυτή την πορεία και δημιουργούν απογοήτευση.
Ήταν θέμα χρόνου λοιπόν η παράδοση των αγροτών και της αγροτικής οικονομίας στην κερδοφορία του κεφαλαίου. Ακολούθησε η μείωση του αγροτικού εισοδήματος, αφού οι τιμές των προϊόντων έπεσαν σε εξευτελιστικά επίπεδα, το κόστος παραγωγής αυξήθηκε, ο δανεισμός των αγροτικών νοικοκυριών διογκώθηκε και το αγροτικό ισοζύγιο της χώρας πήρε αρνητικό πρόσημο. Τα όποια μέτρα, που σταδιακά κι αυτά περιορίζονται, , είναι αποσπασματικά και το μόνο που πετυχαίνουν είναι η προσαρμογή των παραγωγών στη βήμα το βήμα χειροτέρευση της θέσης τους. Παράλληλα στα πλαίσια της ΚΑΠ προωθούνται μέτρα για παραπέρα επιδείνωση, όπως η αφαίρεση του δικαιώματος κάθε ενίσχυσης στους μη κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, που είναι και η μεγάλη πλειοψηφία των παραγωγών (το έζησαν οι μαστιχοπαραγωγοί πρόσφατα στις αποζημιώσεις για τη μειωμένη παραγωγή του 2007-2008, αφού αναγκάζονται να κάνουν κι άλλη δουλειά), το κόψιμο των επιδοτήσεων σε όσους λαμβάνουν κάτω από 400€ ή καλλιεργούν λιγότερα από 4 στρέμματα, η αποδέσμευση της επιδότησης από την παραγωγή κ.α. Όλα αυτά οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στο ξεκλήρισμα της μικρομεσαίας αγροτιάς, το πέρασμα της γης σε λίγα χέρια (ήδη λειτουργεί τράπεζα γης) και με τον κίνδυνο ν’ αντιμετωπίσει η χώρα πρόβλημα κάλυψης των διατροφικών της αναγκών.
Σ’ αυτή την πορεία το μόνο κόμμα που είχε αντιταχθεί και είχε επισημάνει
τ’ αποτελέσματά της ήταν το ΚΚΕ. Η πρότασή του για ανάπτυξη, έξω από το πλαίσιο των παραπάνω συμφωνιών που με τις ποσοστώσεις, τις συνυπευθυνότητες και τα πρόστιμα εγκλωβίζουν την παραγωγή στο μέτρο που υπηρετεί την κερδοφορία και τους σχεδιασμούς των πολυεθνικών. Παίρνει υπόψη τις δυνατότητες και τα περιθώρια που έχουν όλοι οι τομείς της αγροτικής οικονομίας.
Εργαλείο της πρότασής του είναι ο παραγωγικός συνεταιρισμός, που ενταγμένος στα πλαίσια του Κεντρικού Σχεδιασμού (η απάντηση στον έλεγχο από τις πολυεθνικές) εξασφαλίζει την ανάπτυξη της Αγροτικής οικονομίας, με τη δημιουργία υποδομών, την τροφοδοσία της με πιστώσεις, μέσα και εφόδια από τα κοινωνικοποιημένα μέσα παραγωγής, τη στήριξη στο κομμάτι της καλλιέργειας και μεταποίησης των αγροτικών προϊόντων καθώς και την οργανωμένη διάθεσή τους στην κατανάλωση. Έτσι εξασφαλίζει εγγυημένο εισόδημα ο παραγωγός και ταυτόχρονα καλύπτονται οι συνεχώς διευρυνόμενες ανάγκες της κοινωνίας.
Για να εφαρμοστεί αυτή η πολιτική προϋποθέτει οι εργαζόμενοι, οι αυτοαπασχολούμενοι της πόλης και του χωριού και η νεολαία, να δημιουργήσουν ένα ενωτικό, μαζικό ρωμαλέο κίνημα σύγκρουσης με την ΕΕ και τα κόμματά της, που υπηρετούν τα συμφέροντα των πολυεθνικών. Να ισχυροποιηθεί το ΚΚΕ αφού είναι ο μοναδικός πολιτικός φορέας που θέτει το ζήτημα της ανάπτυξης με κριτήριο τις ανάγκες των εργαζόμενων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων και όχι τα κέρδη του κεφαλαίου, για μια λαϊκή εξουσία και λαϊκή οικονομία.
Η προγραμματιζόμενη ιδιωτικοποίηση του ΑΣΕΧ να λειτουργήσει σαν καμπανάκι για τους αγρότες, τους εργαζόμενους και τα’ άλλα λαϊκά στρώματα, ώστε να γίνουν πρωταγωνιστές προοδευτικών και ριζοσπαστικών κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών αλλαγών.
Σ. Κακαρίνος
Αντιπρόσωπος στην ΕΜΧ
Μέλος της Ν.Ε.Χίου του ΚΚΕ